σουρρεαλιστής

σουρρεαλιστής
ο, θηλ. σουρρεαλίστρια, Ν
οπαδός τού σουρρεαλισμού.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην Ελληνική ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ. surrealiste < sur- (< λατ. super «υπέρ, υπεράνω») + realiste (βλ. λ. ρεαλιστής)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • υπερρεαλιστής — ο, θηλ. ίστρια, Ν οπαδός τού υπερρεαλισμού, σουρρεαλιστής. [ΕΤΥΜΟΛ. γαλλ. surrealiste (βλ. λ. σουρρεαλιστής) με απόδοση τού α συνθετικού sur (< λατ. super «υπέρ, υπεράνω») με το υπερ *] …   Dictionary of Greek

  • σουρρεαλιστικός — ή, ό, Ν [σουρρεαλιστής] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον σουρρεαλισμό ή στους σουρρεαλιστές 2. μτφ. ιδιότυπος, παράξενος, ιδιότροπος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”